Κυπριώτης

Κυπριώτης
ο, θηλ. Κυπριώτισσα (AM Κυπριώτης, Μ θηλ. Κυπριώτισσα)
ο κάτοικος τής Κύπρου ή αυτός που κατάγεται από την Κύπρο, Κύπριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύπρος + -ιώτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κυπριώτης, Γεώργιος — (18ος αι.). Ζωγράφος. Το 1732 φιλοτέχνησε τη ζωγραφική διακόσμηση στον ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Κορωπί της Αττικής, μαζί με τον Γεώργιο και τον Αντώνιο Μάρκου, τον Νικόλαο Μπενιζέλο και τον ιερέα και ζωγράφο Δημήτριο. Το 1751 ανέλαβε τις …   Dictionary of Greek

  • κυπριώτικος — η, ο (Μ κυπριώτικος, η, ον [Κυπριώτης] κυπριακός, κυπραίικος …   Dictionary of Greek

  • Μάρκου — Επώνυμο οικογένειας αγιογράφων από το Άργος. 1. Αντώνιος (τέλη 17ου – αρχές 18ου αι.). Αδελφός του Γεωργίου (2.), από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη της ζωγραφικής και συνεργάστηκε μαζί του στη διακόσμηση πολλών εκκλησιών της Αττικής. Ωστόσο και ο …   Dictionary of Greek

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”